- φιλοκονίμων
- φῐλο-κονίμων [pron. full] [ῑ], ὁ, ἡ, gen. ονος, ([etym.] κόνις)A fond of rolling in the dust, Epich.45 (φοινικείμονας cj. Porson).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
φιλοκονίμων — ονος, ὁ, ἡ, Α αυτός που χαίρεται να κυλιέται στη σκόνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + κόνις «σκόνη» + κατάλ. μων (πρβλ. νοή μων)] … Dictionary of Greek